- σωματοποίηση
- η / σωματοποίησις, -ήσεως, ΝΜΑ [σωματοποιῶ]1. πρόσδοση σωματικής, υλικής υπόστασης2. η προσωποποίηση, η παρουσίαση αφηρημένων εννοιών με σωματική υπόσταση («ὁ θεὸς κάθηται ἐπὶ θρόνου ἁγίου αὐτοῡτῇ σωματοποιήσει τὸ γινόμενον διηγούμενος», Θεόδ. Μοψ.)3. σχηματισμός σώματος.
Dictionary of Greek. 2013.